ἐκχύνω

ἐκχύνω
ἐκχύ̱νω , ἐκχέω
pour out
pres subj act 1st sg
ἐκχύ̱νω , ἐκχέω
pour out
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… …   Dictionary of Greek

  • προσαπορραίνω — Α 1. εκπέμπω υγρό σαν από κλυστήρα 2. (κυρίως για αρσενικά ζώα) εκχύνω σπέρμα, εκσπερματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπορραίνω «ραντίζω, εκχύνω»] …   Dictionary of Greek

  • εκχέω — (AM ἐκχέω και ποιητ. τ. ἐκχεύω) εκχύνω …   Dictionary of Greek

  • ξεχύνω — 1. χύνω κάτι έξω από το δοχείο («ξέχυσε το νερό, γιατί είναι βρόμικο») 2. ξεκινώ, παίρνω δρόμο 3. βγάζω εξανθήματα, σπυράκια 4. παθ. ξεχύνομαι ορμώ, εξορμώ, τρέχω («μόλις ο καιρός καλυτέρεψε, ο κόσμος ξεχύθηκε στην εξοχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέχυσα… …   Dictionary of Greek

  • ομβρολυτώ — ὀμβρολυτῶ, έω (Α) αφήνω κάτι να τρέξει σαν βροχή, εκχύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρο λυτώ, χρεω λυτώ] …   Dictionary of Greek

  • περιεκχύνω — Μ (σχετικά με υγρό) χύνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἐκχύνω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκχέω — ΜΑ μέσ. συνεκχέομαι χύνομαι έξω μαζί αρχ. 1. εκβάλλω συγχρόνως («συνεκχεῑν ἰὸν τῷ γάλακτι», Αρετ.) 2. μτφ. α) εξαφανίζομαι βαθμηδόν β) εξορμώ μαζί με άλλον («Λακεδαιμόνιοι τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες τὴν Σπάρτην ἔσωσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”